- ἀδιάλεκτος
- ἀ-διά-λεκτος, ohne Unterhaltung mit anderen, einsam
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιάλεκτος — without conversation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλεκτος — και χτος και γος, η, ο [διαλέγω] (κυρίως για φρούτα ή άλλα εμπορεύματα) 1. αυτός που δεν διαλέχτηκε ή δεν διαλέγεται, δεν μπορεί να διαλεχτεί, δεν υπόκειται σε διαλογή, «τής σειράς» 2. στον οποίο δεν έγινε (ακόμη) η διαλογή, αξεδιάλεχτος … Dictionary of Greek
ἀδιάλεκτον — ἀδιάλεκτος without conversation masc/fem acc sg ἀδιάλεκτος without conversation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)